Το κόκκινο νήμα μιας δεκαετίας. Αναλύσεις και κείμενα  στα χρόνια της κρίσης, Αθήνα: Τόπος, 2017


Γραμμένα κατά τη διάρκεια της τελευταίας, ιδιαίτερα πυκνής δεκαετίας, ως άρθρα στον έντυπο και ηλεκτρονικό
Τύπο και ως δημόσιες τοποθετήσεις-εισηγήσεις σε πολιτικές εκδηλώσεις και συνεντεύξεις, τα κείμενα του τόμου αυτού συνυφαίνουν ακαδημαϊκή και πολιτική γραφή προκειμένου να αναδείξουν μείζονα ζητήματα της περιόδου. Ο πολυπρισματικός τους χαρακτήρας αντανακλά και αναδεικνύει τις πολλαπλές ‒πολιτικές, οικονομικές και πολιτισμικές‒ εκφάνσεις της κρίσης, με απώτερο στόχο τη διακρίβωση του «κόκκινου νήματος» που τις διατρέχει. Οργανωμένα σε τρεις μεγάλες θεματικές ενότητες (Θεωρία, Ιστορία, Πολιτική) και σειρά αντίστοιχων υποενοτήτων, και διατηρώντας αυτούσια την μορφή της αρχικής τους δημοσιοποίησης, τα κείμενα αναμετρώνται αποφασιστικά με τη μεγάλη δοκιμασία του χρόνου. Στο βαθμό που οι επισημάνσεις, η κριτική και οι παραινέσεις τους υπήρξαν, τη στιγμή της υποβολής τους, καίριες, έχει σημασία να τονιστούν οι μεθοδολογικές και πολιτικές τους προϋποθέσεις. Δεσπόζουσα είναι στο πλαίσιο αυτό η διαχρονικά τεράστια σημασία της πολιτικής ‒όχι ως απλής αντανάκλασης των κοινωνικών συνθηκών αλλά, κυρίως, ως δημιουργού τους. Συνδιαλεγόμενα με τη σύγχρονη θεωρία της δημοκρατίας και το εξόχως δυναμικό πεδίο της Συγκρουσιακής Πολιτικής, τα κείμενα υπογραμμίζουν επίσης ότι η ενεργοποίηση του Δήμου ιστορικά υπήρξε ο κύριος δημοκρατικός καταλύτης και σήμερα αποτελεί βασικό όρο για την αντιμετώπιση της κρίσης. Τονίζεται όμως και ο παράγοντας που το δραματικό πολιτικό έλλειμμα της τελευταίας περιόδου επανέφερε επιτακτικά στο προσκήνιο: ότι διέξοδος από το τρέχον κρισιακό αδιέξοδο δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ούτε εντός του καπιταλιστικού συστήματος, ούτε εντός του εθνικού κράτους. Έναν αιώνα μετά την Οκτωβριανή επανάσταση το δίλημμα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ. (Περισσότερα)





Στις διαδρομές της Ιστοριογραφίας: κριτική επισκόπηση από το πρίσμα της κοινωνικής επιστήμης, Αθήνα: Θεμέλιο - Ιστορική Βιβλιοθήκη, 2014

Το βιβλίο αυτό αναδεικνύει και πραγματεύεται το μείζον θέμα της ιστοριογραφίας: του
τρόπου και των γνωστικών προϋποθέσεων που έχει η συγγραφή της ιστορίας. Η προσέγγιση γίνεται από μια οπτική κοινωνικών επιστημών –με σημείο εκκίνησης τη διαπίστωση ότι οι μεθοδολογικές μέριμνες των τελευταίων έχουν πολλά να συνεισφέρουν στην διευκρίνιση (και ενδεχομένως επίλυση) προβλημάτων που ανέκυψαν την επαύριο της μεταμοντέρνας «γλωσσολογικής στροφής», όταν αμφισβητήθηκε η δυνατότητά μας να αφηγούμαστε με επάρκεια το παρελθόν, και ο ιστορικός κλάδος έτεινε να προσληφθεί ως μια απλή υπο-περιοχή της λογοτεχνίας. Συνδιαλεγόμενο με πρόσφατα σημαντικά έργα (προπαντός το Για την υπεράσπιση της ιστορίας του Richard J. Evans και το Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία του Αντώνη Λιάκου), το βιβλίο ανασκευάζει αυτόν το μεταμοντέρνο σχετικισμό, χωρίς όμως και να υιοθετεί τον γεγονοτολογικό θετικισμό: την άποψη περί της μιας και μόνης «ιστορικής αλήθειας» στην οποία μπορούμε να φτάσουμε εξετάζοντας απλώς τις πηγές.Το βιβλίο περιλαμβάνει κεφάλαια για την πορεία του ιστορικού κλάδου μέσα στο χρόνο· τη σχέση επιστήμης και ανθρωπιστικών σπουδών· τη σχέση που διέπει γεγονότα, συμβάντα και ερμηνείες· το ακανθώδες ζήτημα της αιτιώδους επεξήγησης και του πάντοτε κομβικού ρόλου που διαδραματίζει ο Λόγος του ιστορούντος υποκειμένου· το πρόβλημα των «μεγάλων αφηγήσεων» και της στενής –συμπληρωματικής- σχέσης ανάμεσα στο μακρο- και το μικρο-επίπεδο· την δύσκολη σχέση ιστορίας και εξουσίας· καθώς και την –σε τελική ανάλυση- καθοριστική σημασία της πραγματικότητας.(Περισσότερα)



Η δημοκρατική λειτουργία σε καμπή: προκλήσεις και απειλές στον πρώιμο 21ο αιώνα (επιμέλεια-εισαγωγή), Αθήνα: Νήσος, 2014

Στην Ευρώπη, και όχι μόνο, οι συζητήσεις για το περιεχόμενο και τα ακριβή χαρακτηριστικά
της δημοκρατίας έρχονται και πάλι επιτακτικά στο προσκήνιο. Τούτη τη φορά, όμως, όχι ως πανηγυρισμοί για την επέλευση ενός νέου «κύματος εκδημοκρατισμού», αλλά για λόγους ανησυχητικά αντίστροφους, την αποψίλωση της δημοκρατικής λειτουργίας από ζωτικά χαρακτηριστικά της: αποδυνάμωση και οργανωτική υποχώρηση των κομμάτων, αποστασιοποίηση των ψηφοφόρων από τεκταινόμενα στην κεντρική πολιτική σκηνή, ταυτόχρονα κυνισμό και διαφθορά. Την ίδια ώρα, το «ευρωπαϊκό μοντέλο» όχι μόνο δεν θεραπεύει το πρόβλημα, αλλά αντίθετα φαίνεται να το επιτείνει: ελλείμματα αντιπροσωπευτικότητας και λογοδοσίας, ανάδυση αδιαφανών και ανεξέλεγκτων δομών, θεσμοί κατ’ επίφασιν, που εν τέλει καταλήγουν να μην είναι παρά διακοσμητικοί. Ακριβώς λόγω του εύρους και της πιεστικής υφής των προβλημάτων, η αναζήτηση εναλλακτικών «μοντέλων δημοκρατίας», ως θεωρητικός προβληματισμός αλλά και ως πρακτικό πολιτικό εγχείρημα, βρίσκεται σε έξαρση. Αν η δημοκρατία ήταν το 2008 προβολικά «συρρικνούμενη», το 2013 βρίσκεται, σε μεγάλο βαθμό, υπό αμφισβήτηση: αρκεί, προκειμένου να τεκμηριώσει κανείς τον ισχυρισμό αυτό, να αναλογιστεί τα χαρακτηριστικά της σημερινής, «μνημονιακής» λειτουργίας του πολιτεύματος: (α) διοίκηση μέσω πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, (σχέση εκτελεστικής με νομοθετική εξουσία) συνδυαστικά με τη συστηματική συρρίκνωση της –ούτως ή άλλως φθίνουσας και ολοένα απονομιμοποιούμενης- νομοθετικής εξουσίας· (β) αύξουσα –και, κατά κανόνα, προληπτική- καταστολή απέναντι σε συνταγματικά κατοχυρωμένες τις αντιδράσεις των πολιτών (όπως η διαδήλωση και απεργία)· (γ) έξαλλη ανεξαρτητοποίηση υπερεθνικών οργανισμών (ΕΕ, ΔΝΤ, ΠΟΕ κοκ) ελάχιστης, αν όχι μηδενικής, δημοκρατικής νομιμοποίησης προκειμένου να διασφαλιστούν οι διαδικασίες αναπαραγωγής της υπάρχουσας κυριαρχίας. Από την άλλη, αν η δημοκρατία αντιμετωπίζει πρόβλημα στις επίσημες-θεσμικές εκφορές της, τι γίνεται με τη δημοκρατία «από τα κάτω»; Τα ερωτήματα αυτά εξετάζονται διεξοδικά στον παρόντα συλλογικό τόμο,προϊόν των εργασιών του Η’ Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης (ΕΕΠΕ), που έγινε στην Αθήνα το Μάιο του 2008. (Περισσότερα)


 
La Grèce à la Croisée des chemins επιμέλεια. Ειδικό τεύχος για την ελληνική κρίση, Pôle Sud, Νo 38 (επιμέλεια)

Από την πρώτη στιγμή που η Ελλάδα βρέθηκε κάτω από την επιτήρηση της τρόικας, υποτίθεται ως μέσο για
να αποφύγει τη χρεωκοπία και το χρεοστάσιο, βρίσκεται στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος. Όμως τα προβλήματα με τα οποία η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη δεν είναι αποκλειστικά ή και κυρίως «ελληνικά»: Η καταστροφική κρίση χρέους που τη συνθλίβει δεν αποτελεί μόνο τεκμήριο εσωτερικών δυσλειτουργιών αλλά εξίσου, αν όχι κυρίως, απόρροια διεθνών αδιεξόδων. Δεν υπονοεί βέβαια αυτό πως πρέπει να παραγνωρίζουμε τα ιδιαίτερα ελληνικά στοιχεία της κρίσης –τις πολύπλευρες τοπικές-εθνικές συντεταγμένες της. Υποστηρίζω όμως πως, για να γίνουν αυτές κατανοητές, το σημείο εκκίνησης και οι βασικές αναλυτικές μας αναφορές πρέπει να είναι διεθνείς -μόνο έτσι προκύπτει η λεγόμενη «μεγάλη εικόνα»: κάτι που, καθώς μας καλεί να υπερβούμε τη στενά εθνική αφήγηση, φέρνει στο προσκήνιο σειρά από πιεστικά ερωτήματα για την εποχή που διανύουμε, υποχρεώνοντάς μας να επανεξετάσουμε επικρατούσες ορθοδοξίες αναφορικά με τα χαρακτηριστικά της περιόδου που διανύουμε τη φύση κοινωνικο-οικονομικών και πολιτικοθεσμικών προβλημάτων –ιδιαίτερα σε σχέση με ό,τι μελετητές όπως ο Crouch και ο πρόσφατα εκλιπών Peter Mair περιέγραψαν αντίστοιχα ως «μεταδημοκρατία» και «δημοκρατική συρρίκνωση» και, βεβαίως, να προβληματιστούμε για το μέλλον. Εκτός από τη δική μου εισαγωγή, το ειδικό αυτό τεύχος περιλαμβάνει επίσης κείμενα των Κωνσταντίνου Τσουκαλά (La Grèce en crise: à propos d une «dévaluation intérieure»· Χρήστου Λάσκου και Ευκλείδη Τσακαλώτου (Greek Neo-liberalism ιn Fat and Lean TimesΛουκίας Κοτρωνάκη (Les mobilisations des Indignés: politique du conflit et politique conventionelle aux années du Memorandum en Grèce)·και·Ηλία Νικολακόπουλου (Un système partisan en transition). (Περισσότερα)



Αθέατες όψεις της ιστορίας: κείμενα αφιερωμένα στον Γιάνη Γιανουλόπουλο, Αθήνα: Ασίνη, 2012 (συνεπιμέλεια)

Ο τόμος αυτός αποτελεί συλλογή κειμένων που γράφτηκαν προς τιμήν του ιστορικού Γιάνη
Γιανουλόπουλου. Σε μια εποχή που η ιστορική παραγωγή χαρακτηρίζεται από μεθοδολογικό πλουραλισμό και το εξαιρετικά μεγάλο εύρος των θεματικών της (εξέλιξη που έχει κατά περίπτωση χαρακτηριστεί τόσο ως «έκρηξη της Ιστορίας» όσο και ως «γνωστικός κατακερματισμός»), την ολοένα και πιο συχνή υιοθέτηση επιμέρους – «αποκεντροθετημένων» – οπτικών και τη σταδιακή αποκαθήλωση των «μεγάλων αφηγήσεων», συνδυαστικά με μια έντονη στροφή προς τη μεταθεωρητική διερεύνηση, τα κείμενα που ακολουθούν συνυφαίνουν ευρήματα και προβληματισμούς πάνω στον κεντρικό καμβά της αλληλεπίδρασης κοινωνίας και πολιτικής. Τα μοτίβα, οι χρονικότητες και οι μηχανισμοί ανάδυσης του εθνικισμού στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τα Βαλκάνια· ο ρόλος της θρησκείας στη διαμόρφωση «εθνικών ταυτοτήτων»· και ο αναστοχασμός πάνω στην ίδια την ιστοριογραφική λειτουργία, τη θέση δηλαδή της Ιστορίας στη δημόσια σφαίρα (και η απαρίθμηση ασφαλώς δεν είναι εξαντλητική), όλα αποτελούν ερευνητικές εστίες τις οποίες ο Γιανουλόπουλος είτε ρητά υπηρέτησε, είτε ενέπνευσε. Ο ίδιος ο τίτλος του τόμου –Αθέατες όψεις της ιστορίας- παραπέμπει σε ένα εγχείρημα δύσκολο, όμως για τον κριτικό ιστοριογράφο, αταλάντευτο και διαρκές. Από καταβολής τους οι ανθρωπιστικές σπουδές αναμετρώνται με τον μεγάλο στόχο της αποκάλυψης αυτού που, ασφαλώς όχι τυχαία, παραμένει συγκαλυμμένο και, ως εκ τούτου, γνωστικά απροσπέλαστο. Σε όλες τις εποχές, οι εξουσίες θεμελιώνουν την αναπαραγωγή τους στη συστηματική διαστρέβλωση και την αποσιώπηση. Στη διαδικασία αυτή η Ιστορία διαδραματίζει ρόλο πρόδηλα σημαίνοντα, που είναι όμως και χαρακτηριστικά Ιανικός. (Περισσότερα)



Violent Protest, Contentious Politics, and the Neoliberal State, Farnham, Surrey:Ashgate 2012 (συνεπιμέλεια)

Σε σχέση με άλλες μορφές συγκρουσιακής πολιτικής, η εξεγερσιακή διαμαρτυρία προκαλεί
τα πλέον αντιφατικά συναισθήματα. Χωρίς τα πολύπλευρα οργανωτικά προαπαιτούμενα και τις επιμελητείες άλλων, περισσότερο διαδεδομένων μορφών, η εξεγερτική βία αποτελεί ταυτοχρόνως την πλέον ορατή και φορτισμένη διεκδικητική έκφανση, όσο και τη δυσκολότερα διατηρήσιμη. Δεν πρόκειται για παράδοξο. Η βιβλιογραφία καταγράφει μια μακρο-ιστορική τάση υποχώρησης των βίαιων μορφών, pari passu με την ενδυνάμωση του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού και την ανάδυση διεκδικητικών εναλλακτικών που βασίζονται στη διαπραγμάτευση: πρακτικές όπως διαπληκτισμοί, εκδικητικές επιθέσεις, πυρπολήσεις κ.α. σταδιακά παραχωρούν τη θέση τους στην ενυπόγραφη διαμαρτυρία, τις ειρηνικές διαδηλώσεις, τις διαβουλεύσεις. Εντούτοις οι βίαιες εξεγερσιακές δράσεις παραμένουν και, προσφάτως, πολλαπλασιάζονται. Οι αμερικανικές και βρετανικές μητροπολιτικές ταραχές της τελευταίας δεκαπενταετίας, η έκρηξη των γαλλικών banlieue και -βεβαίως- η ελληνική εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008 αποτελούν γλαφυρές εικονογραφήσεις του φαινομένου. Ποια η πολιτική σημασία αυτών των εκρήξεων και πώς αποτιμώνται οι εκβάσεις τους; Γιατί και πώς άνθρωποι εξοικειωμένοι με τις κατηγορικές κοινωνικές τους οριοθετήσεις ξαφνικά υιοθετούν μορφές εξεγερσιακής βίας, και στη συνέχεια (κάποτε εξίσου απότομα) επιστρέφουν σε πρότερες «ειρηνικές» σχέσεις και διεκδικητικές ρουτίνες; Ο τόμος αυτός, προϊόν διεθνούς συνεδρίου που διοργάνωσε ο Κύκλος Συγκρουσιακής Πολιτικής με τη συμμετοχή κορυφαίων μελετητών του πεδίου της συγκρουσιακής πολιτικής και των κοινωνικών κινημάτων από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, ένα χρόνο μετά την εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008, προσεγγίζει τις εξεγερσιακές συλλογικές δράσεις σε συγκριτική-θεωρητική προοπτική: θέτει θεωρητικά κρίσιμα ερωτήματα και εισφέρει θεωρητικά σημαίνουσες απαντήσεις. (Περισσότερα)



Donatella dellaPorta, Mario Diani, Κοινωνικά κινήματα: μια εισαγωγή, Αθήνα: Κριτική, 2010 (Εκδοτική επιμέλεια, Πρόλογος)

Εδώ και τρεις περίπου δεκαετίες, η έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες έχει καταστήσει σαφές
πως η αποκλειστικά θεσμική πρόσληψη του πολιτικού (της πολιτικής απλώς ως κυβερνάν) είναι ελλιπής και ατελέσφορη. Προϋπόθεση για μια σφαιρική –στερεοσκοπική- κατανόηση του πολιτικού φαινομένου είναι η συστηματική συμπερίληψη και της άλλης βασικής του διάστασης, της πολιτικής ως αγώνα. Στο πλαίσιο αυτό, και με δεδομένα τα χαρακτηριστικά της τρέχουσας πολιτικής και κοινωνικής συγκυρίας, το βιβλίο αυτό, που τη μετάφρασή του επιμελήθηκα και το οποίο προλόγισα, αποτελεί εξαιρετικά σημαντική συμβολή. Το βιβλίο αυτό αποτυπώνει γλαφυρά όλα τα δυναμικά στοιχεία της συγκρουσιακής θέασης της πολιτικής —με αναλυτικές και συνθετικές εμφάσεις τόσο στα μεταβαλλόμενα θεσμικά ισοζύγια όσο, και στις συνθήκες που διέπουν τα σύγχρονα διεκδικητικά υποκείμενα, την πολιτική των κυριαρχούμενων. Εστία αποτελούν τα κοινωνικά κινήματα, συλλογικότητες που, κατά τους συγγραφείς, συγκροτούνται αντιπαραθετικά προς τις υφιστάμενες θεσμικές κανονικότητες —γεγονός-τεκμήριο της λειτουργικής ανεπάρκειας των τελευταίων. Απαραίτητο είναι να τονιστεί εδώ η συγκρουσιακή υπόσταση των κινημάτων, ακόμα και όταν αυτή αφορά βιωματικές ή/και πολιτισμικές διακυβεύσεις χωρίς προφανή απεύθυνση στην κεντρική πολιτική σκηνή. Πρόκειται για εννοιολογική οριοθέτηση με πρόδηλες ερευνητικές και πολιτικές προεκτάσεις: Τα κινήματα δεν αποτελούν «κοινωνικό εταίρο», ένα ακόμη θεσμικό παρακολούθημα, έστω ιδιόρρυθμο· η πολιτική τους ύπαρξή είναι μια καταστατικά συγκρουσιακή ύπαρξη που αποσκοπεί στο θεσμικό μετασχηματισμό. (Περισσότερα)



Η «σύντομη» δεκαετίατου ’60: Θεσμικό πλαίσιο, κομματικές στρατηγικές, κοινωνικές συγκρούσεις,πολιτισμικές διεργασίες, Αθήνα:Καστανιώτης, 2008 (συνεπιμέλεια)

Τα κείμενα του τόμου αυτού βασίζονται σε εισηγήσεις που έγιναν στο Ζ’ Συνέδριο της
Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης (Πάντειο Πανεπιστήμιο, Δεκέμβριος 2005).Όπως και οι περισσότεροι ομόλογοί του στη μακρά σειρά εκδόσεων της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης (ΕΕΠΕ)– έχει στοχεύσεις τόσο πραγματολογικές-ιστοριογραφικές όσο και θεωρητικές: επιδιώκοντας να φωτίσει μία από τις κρισιμότερες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας –τη «σύντομη» δεκαετία του ’60– αναμετράται ταυτοχρόνως και με τη μεγάλη πρόκληση της θεωρητικής της αξιοποίησης. Πρόκειται για εγχείρημα σύνθετο με όψεις συμπληρωματικές και αμφίδρομες. Η μελέτη της νεότερης ελληνικής ιστορίας, επιβάλλει καταρχάς διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους η σύγχρονη θεωρητική παραγωγή στις διάφορες υποπεριοχές του κλάδου (συγκριτική πολιτική, διεθνείς σχέσεις, ιστορική κοινωνιολογία, κ.λπ.) αναδεικνύει όψεις της ελληνικής εμπειρίας που είτε αγνοούμε είτε γνωρίζουμε ελλιπώς: η θεωρητική εγρήγορση οδηγεί στη διατύπωση νέων ερευνητικών ερωτημάτων ενώ παράλληλα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για καινοφανείς ερμηνείες πραγματολογικού υλικού που είναι ήδη γνωστό. Όμως οι γνωστικές επιδιώξεις του τόμου δεν εξαντλούνται εκεί. Ως τόμος κοινωνικών και πολιτικών επιστημών, ενδιαφέρεται επίσης για τους τρόπους με τους οποίους τα εμπειρικά ευρήματα αναδρούν στη θεωρία: την επιβεβαιώνουν ή την διαψεύδουν; Αποκαλύπτουν σημεία που απαιτούν αναπροσαρμογές και, αν ναι, τι είδους; Μήπως η ελληνική περίπτωση ανατρέπει θεωρητικά ειωθότα, προσφέροντας όρους για ρηξικέλευθες γενικεύσεις; Πρόκειται βέβαια για εξαιρετικά φιλόδοξα ερωτήματα. Ο τόμος δεν υπαινίσσεται βέβαια ότι παρέχει όλες τις απαντήσεις, ή ότι ολοκληρώνει τη διερεύνηση της αμφίδρομης σχέσης θεωρίας-περιπτωσιολογίας σε όλο της το πραγματικά τεράστιο εύρος. Και έτσι, όμως, ο γνωστικός στόχος παραμένει, δημιουργώντας όρους τόσο για τη συνεκτική πρόσληψη και κριτική ανάγνωση των κειμένων, όσο και για τη μελλοντική, περαιτέρω αξιοποίησή τους. (Περισσότερα)



(Giovanni Sartori) Σημασιολογία, έννοιες, συγκριτική μέθοδος, Αθήνα: Παπαζήσης 2004 (Επιλογή, επιμέλεια, εισαγωγή)

Μια ιδιότυπη αίσθηση κρίσης φαίνεται να διαπερνά το σώμα της συγκριτικής κοινωνικής
επιστήμης, ιδιαίτερα της συγκριτικής πολιτικής. Η θεωρητική παραγωγή και η εμπειρική έρευνα εξακολουθούν βέβαια στις μέρες μας αμείωτες· όμως το ίδιο αμείωτος εξακολουθεί και ο γνωστικός κερματισμός. Αν και το φαινόμενο δεν είναι νέο, τις δυο τελευταίες δεκαετίες οι διαστάσεις του έχουν μεγεθυνθεί. Οι νόμιμες και ίσως αναπόφευκτες αποκλίσεις ανάμεσα στις κυρίαρχες -δομιστικές, ορθολογικές, και μεταμοντέρνες- προσεγγίσεις του κλάδου δεν οδηγούν σε συνθέσεις αλλά σε αυτισμό και κατ’ επίφαση αντιπαραθέσεις που κάποτε θυμίζουν διαλόγους κωφών. Με τη σειρά της, η περιορισμένη επικοινωνία υπονομεύει την γνωστική συσσώρευση, οδηγεί σε απόκλιση θεωρίας και έρευνας (και πράξης), και επιτείνει προβλήματα επικύρωσης της παραγόμενης γνώσης. Μέσα σ’ αυτή τη δύσκολη επιστημική συγκυρία, τα πέντε κλασικά μεθοδολογικά κείμενα του Giovanni Sartori που εμπεριέχονται στον τόμο αυτό μπορούν να είναι πολύτιμα -τόσο ως συμβολές στο δύσκολο εγχείρημα της ιστορικής αυτογνωσίας του κλάδου, όσο και ως κατευθυντήριες γραμμές στην κρίσιμη αναζήτηση ενός βασικού νοητικού πυρήνα που να τον συνέχει διαμέσου και ανεξαρτήτως προσεγγίσεων. Παρότι κανένα κείμενο δεν το επιχειρεί ευθέως, ιδωμένα στο σύνολό τους αφηγούνται μια πορεία χαμένων ευκαιριών και παθογενέσεων στη συγκριτική πολιτική που μπορεί να φωτίσει το χαρακτήρα των σημερινών μας δυσκολιών. (Περισσότερα)



Η Δικτατορία 1967-1974. Πολιτικές πρακτικές, ιδεολογικός λόγος, αντίσταση (συνεπιμέλεια,εισαγωγή), Αθήνα: Καστανιώτης, 1999

Ο τόμος αυτός αποτελεί επιλογή εισηγήσεων που έγιναν κατά τη διάρκεια των εργασιών του
Ε’ Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης (ΕΕΠΕ) και του Ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα («Η δικτατορία, 30 χρόνια μετά: καθεστώς, καταβολές, επιπτώσεις») το Δεκέμβριο του 1997. Η συστηματική διερεύνηση της περιόδου αυτής της νεότερης ελληνικής ιστορίας έχει τόσο θεωρητικές-συγκριτικές όσο και συγχρονικές στοχεύσεις. Οι πρώτες αφορούν την όσο το δυνατόν επαρκέστερη κατανόηση των πηγών και της φύσης του ελληνικού αυταρχικού καθεστώτος της περιόδου 1967-74, και της ένταξής του στη μελέτη του φαινομένου διεθνώς. Αν και με καθυστέρηση, η ελληνική πολιτική επιστήμη ανέλαβε με τον τόμο αυτό τις σημαντικές ευθύνες που της αναλογούν στη συγκριτική αποτίμηση της ελληνικής εμπειρίας. Όμως η προσπάθεια για κατανόηση του χαρακτήρα και των επιπτώσεων της δικτατορίας φιλοδοξεί επίσης να δημιουργήσει προβληματισμό που θα συμβάλλει στην υπέρβαση των περιοχών δημοκρατικής ελλειμματικότητας που εξακολουθούν να επηρεάζουν αρνητικά το πολιτικό σύστημα. Σε μια περίοδο που εντεινόμενα φαινόμενα κρίσης τείνουν να απειλούν παγιωμένες δημοκρατικές λειτουργίες, η θεωρητικά ενσυνείδητη διερεύνηση του αυταρχισμού καθίσταται, έτσι, εξαιρετικά επίκαιρη. Το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου επιβλήθηκε σε μια στιγμή όξυνσης των διεθνών ψυχροπολεμικών αντιπαραθέσεων. Τα τέλη της δεκαετίας του 1960-αρχές της δεκαετίας του 1970 είναι η εποχή του Βιετνάμ, του Τσε Γκεβάρα, και των φοιτητικών εξεγέρσεων. Όμως, ενώ θεωρούμενη απο τη σκοπιά των κινηματικών κύκλων διαμαρτυρίας, η περίοδος αυτή σηματοδοτεί το ενδεχόμενο μιας βαθμιαίας ανατροπής των γεωπολιτικών ισορροπιών εις βάρος του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, στο επίπεδο των συγχρονικών καθεστωτικών αλλαγών, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάδυση μιας ποιοτικά νέας μορφής αυταρχισμού, του Γραφειοκρατικού Αυταρχισμού (ΓΑ). Το ερώτημα του αν και κατά πόσο το ελληνικό καθεστώς μπορεί να θεωρηθεί ως ιδιότυπη νοτιευρωπαϊκή εκδοχή ΓΑ καθεστώτος απορρέει, έτσι, τόσο απο τη χρονική συγκυρία της επιβολής του, όσο και απο το ότι σημαντικό μέρος της διεθνούς βιβλιογραφίας τείνει να προσλαμβάνει την ελληνική περίπτωση ακριβώς μέσα απο αυτό το αναλυτικό πρίσμα. Είναι βέβαια σκόπιμο να αναρωτηθεί κανείς μήπως θα ήταν θεωρητικά προσφορότερο ελληνική περίπτωση να προσεγγιστεί εντός ενός νοτιοευρωπαϊκού συγκριτικού πλαισίου. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν μεθοδολογικά ή πραγματολογικά άτοπο (η βιβλιογραφία επισημαίνει πολύπλευρους κοινωνικοοικονομικούς, πολιτικο-θεσμικούς, και πολιτισμικούς παραλληλισμούς ανάμεσα στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης, ειδικά στη μακρά διάρκεια, ενώ η χρονική συγκυρία κατάλυσης των δικτατορικών καθεστώτων στην Πορτογαλία και την Ισπανία δημιουργεί εύλογους συνειρμούς), όμως τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη συγκριτική διερεύνηση των πηγών και της φύσης του δικατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου, η υιοθέτηση ενός αναλυτικού καμβά με κυρίαρχες τις αναφορές του υποδείγματος του Γραφειοκρατικού Αυταρχισμού δημιουργεί περισσότερες προϋποθέσεις για τη διατύπωση θεωρητικά κρίσιμων ερωτημάτων. (Περισσότερα)



Working-Class Movements (1780s-1930s): A European Macro-Historical Analytical Framework and a  Greek Case-Study, Νέα Υόρκη: UMI/ColumbiaUniversity, 1998 (Διδακτορική διατριβή)

Η διατριβή συγκροτεί αναλυτικές έννοιες και ένα θεωρητικό πλαίσιο για τη συγκριτική μελέτη
του χαρακτήρα και της αναπτυξιακής τροχιάς εργατικών κινημάτων σε διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά και πολιτικοθεσμικά περιβάλλοντα του Ευρωπαϊκού χώρου κατά το 19ο και 20ό αιώνα, μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποτελείται από δύο μέρη και ένα ποσοτικό παράρτημα. Το πρώτο μέρος εισάγει και τεκμηριώνει μια ιστορική τυπολογία εργατικών κινημάτων και των αναπτυξιακών τους τροχιών σε τέσσερις Ευρωπαϊκές περιοχές (Βρετανία, Βορειοδυτική και Κεντρική Ευρώπη, Νότια Ευρώπη, Ανατολική Ευρώπη). Το δεύτερο μέρος, το οποίο στηρίζεται σε εκτενή πρωτογενή έρευνα, επικεντρώνεται στην ελληνική εμπειρία από την περίοδο της εμφάνισης εργατικού κινήματος κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα μέχρι το 1936. Η ελληνική περίπτωση επιλέχτηκε για περιπτωσιολογική ανάλυση τόσο γιατί λίγη σχετικά έρευνα έχει γίνει ως σήμερα για το ελληνικό εργατικό-διεκδικητικό κίνημα ειδικά, όσο και γιατί η Νοτιοευρωπαϊκή αναπτυξιακή τροχιά, της οποίας η ελληνική περίπτωση αποτελεί έκφανση, παρουσιάζει ιδιαίτερο θεωρητικό ενδιαφέρον. Η συστηματική μελέτη μιας περίπτωσης (case study) ήταν σημαντική γιατί μόνο έτσι έγινε δυνατή η λεπτομερειακή διερεύνηση των οικονομικών, πολιτικών, και κοινωνικών εξελίξεων που καθορίζουν τη μορφή των εργατικών κινημάτων. To ποσοτικό παράρτημα, τέλος, συγκροτεί και αποτιμά μια βάση δεδομένων από εργατικές κινητοποιήσεις και κρατικές κατασταλτικές παρεμβάσεις. Το εγχείρημα βασίζεται στον ακριβή εννοιολογικό –επιχειρησιακό- προσδιορισμό και την κατασκευή μετρικών κλιμάκων τριών διαστάσεων της εμπειρίας του ελληνικού εργατικού κινήματος κατά το μεσοπόλεμο: της «μαχητικότητας» (ή «συγκρουσιακότητας») και της «εμβέλειας» που επέδειξε, καθώς και της «καταστολής» που υπέστη. Η έρευνα, που χρηματοδοτήθηκε από υποτροφία του Social Science Research Council, περιέλαβε καταγραφή της βιβλιογραφίας για τα πολιτικά, εργατικά, και κοινωνικά κινήματα, την κοινωνιολογία των κοινωνικών συγκρούσεων και τη συγκρότηση συλλογικών ταυτοτήτων, και λεπτομερή διερεύνηση ημερήσιου και περιοδικού τύπου της εποχής του μεσοπολέμου, καθώς και μιας σειράς ελληνικών, βρετανικών, και αμερικανικών αρχειακών πηγών. (Περισσότερα)




ΥΠΟ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ

Πολιτική χωρίς αναγωγισμούς: Σχεσιακές διαδρομές στην ιστορική σοσιαλδημοκρατία, την ευρωπαϊκή ανεργία, και το ελληνικό εργατικό κίνημα

Η προβληματική που συνέχει τα κείμενα του τόμου αυτού είναι δυσάρεστα πρωταρχική,
όμως -ίσως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο- και ιδιαίτερα κρίσιμη. Αφορά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και μελετούμε την πολιτική -ως εμπρόθετες κρυσταλλώσεις επιχειρησιακά επεξεργασμένων ιδεολογικών θέσεων- στις δυο βασικές νεωτερικές εκδοχές της: (α) την επίσημη-κρατική που, όπως ο όρος καταδεικνύει, εκπορεύεται από κρατικά-κυβερνητικά υποκείμενα συνήθως, αν και όχι πάντοτε, εθνικής εμβέλειας (πολιτική ως διακυβέρνηση) και (β) τη διεκδικητική (ή συγκρουσιακή) που εκπορεύεται από μη κυβερνητικές οργανώσεις και ευρύτερα κοινωνικά υποκείμενα με στοιχειωδώς συγκροτημένη θεσμική υπόσταση (πολιτική ως αμφισβήτηση κυριαρχίας). Ως ερευνητικός τόπος, η πρώτη εκδοχή ταυτίζεται χονδρικά με το χώρο των «δημόσιων πολιτικών» και της γενικότερης -συγκριτικής- μελέτης των πολιτικών συστημάτων, ενώ η δεύτερη θεραπεύεται από ένα ευρύτατο φάσμα γνωστικών υπο-περιοχών των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα πολιτικά κόμματα, την πολιτική συμπεριφορά, και τα κοινωνικά κινήματα. Όποια κι αν είναι η εκδοχή της πολιτικής στην οποία αναφερόμαστε, είναι νομίζω ασφαλές να υποστηρίξει κανείς πως αυτή υποχρεωτικά αναφύεται εντός ενός πυκνού και διαρκώς μεταβαλλόμενου πεδίου κοινωνικών προσδιορισμών στους οποίους και αναφέρεται. Όμως η αντιστοίχηση αυτή, περίπου αυταπόδεικτη ταυτολογία στη γενική και αφηρημένη της εκφορά, καθίσταται επικίνδυνα πρωτόλεια και εν τέλει παραπλανητική όταν εκλαμβάνεται επιχειρησιακά -στο πλαίσιο ερευνητικών πονημάτων ή της διατύπωσης δομικών ή συμπεριφορικών εμπειρικών γενικεύσεων. Σε αυτές ακριβώς τις επιχειρησιακές εκφορές της σχέσης πολιτικής-«κοινωνικού» εντοπίζεται το ολίσθημα του αναγωγισμού που, λόγω και έργω, καυτηριάζουν οι μελέτες αυτού του τόμου. Ο όρος -«αναγωγισμοί»- δεν έχει παγιωθεί λεξικογραφικά και ίσως ξενίζει όμως, -τουλάχιστον μέχρι σήμερα, θεωρώ ότι αποδίδει με αρκετή ακρίβεια την προβληματική τάση να παραγνωρίζεται η πραγματική υπόσταση της πολιτικής λειτουργίας και συναφώς να υποτιμάται η αιτιώδης ισχύς της. (Περισσότερα)



Συλλογικές δράσεις και κοινωνικά κινήματα στον 21ο αιώνα (επιμέλεια)

Η ανάδυση υπερεθνικών δομών, η πύκνωση των διεθνικών δικτύων και η γενικευμένη
υποχώρηση της εντοπιότητας που χαρακτηρίζει τις δυο τελευταίες δεκαετίες μεταβάλλουν το τοπίο των συλλογικών δράσεων. Στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης -και σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε έως και πριν λίγα χρόνια- η ταχύτητα διάδοσης του διεκδικητικού μηνύματος είναι ιλιγγιώδης. Όμως η αποτίμηση των συνεπειών αυτής της εξέλιξης προκαλεί αμηχανία. Αν και οι απόλυτες -και μεταξύ τους αντιφατικές (: υπεραισιόδοξες ή ερεβώδεις)- αποτιμήσεις δεν λείπουν, οι περισσότεροι μελετητές προσεγγίζουν τις παραμέτρους του νέου περιβάλλοντος ως δίλημμα. Όπως έγραψε το 2004 ο Charles Tilly, «[Ο] 21ος αιώνας, θα φέρει άραγε τα κοινωνικά κινήματα στην κορύφωση της επιδιωκόμενης λαϊκής ενδυνάμωσης σε παγκόσμια κλίμακα; Οι νέες επικοινωνιακές τεχνολογίες (όπως η αποστολή μηνυμάτων SMS) …θα γίνουν πόροι για κινηματικούς ακτιβιστές και απλούς ανθρώπους ώστε να μεταστραφούν τα ισοζύγια εις βάρος των καπιταλιστών, των στρατοκρατών και των διεφθαρμένων πολιτικών; Ή, το αντίθετο, μήπως η [πρόσφατη έξαρση] συλλογικών δράσεων...συνιστά την τελευταία αναλαμπή λαϊκής διεκδικητικότητας στο καταθλιπτικά ομοιόμορφο φόντο της παγκοσμιοποίησης;» Αποσκοπώντας στη σφαιρική διερεύνηση αυτού του βασικού ερωτήματος, ο τόμος αυτός (προϊόν διεθνούς συνεδρίου που έγινε το Μάιο του 2006) ανατέμνει κατηγορίες του δυναμικά αναπτυσσόμενου πεδίου της συγκρουσιακής πολιτικής και των κοινωνικών κινημάτων για τη διερεύνηση θεματικών όπως: (α) Το νέο περιβάλλον ως δομή: παγκόσμια κοινωνία πολιτών ή δημοκρατική απίσχνανση; (β) H «σύνθετη διεθνικότητα» [complex internationalism] (Tarrow) των υπερεθνικών οργανισμών, των μη κυβερνητικών οργανώσεων και των διεκδικητικών δικτύων τι ακριβώς τοπίο δημιουργεί; (γ) Μορφές συλλογικής δράσης: διεθνική παρεμπόδιση, βία και σύμβαση, και πώς διαμορφώνεται το διεκδικητικό ρεπερτόριο στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης; (δ) Περιεχόμενα πολιτικής, πολιτισμικές πραγματικότητες, αξιακές πλαισιώσεις (ε) Οργανωτικές δομές: παραδοσιακά διλήμματα και η πρόκληση των νέων διεθνικών δικτύων. (Περισσότερα)